- ἀνάπαλος
- ἀνάπᾰλος,A v. ἄμπαλος: κατ' ἄμπαλον μισθοῦν by auction, IG9(2).205.15 (Thess.).II a word coined to expl. ἀναπάλη, Ath.14.631d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ανάπαλος — (I) η, ο 1. απαλός, μαλακός 2. (για πρόσωπα) α) οκνηρός, τεμπέλης β) ανίκανος, αδέξιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + απαλός]. (II) ἀνάπαλος και ποιητ. ἄμπαλος, ο (Α) [ἀναπάλλω] 1. η ανάπαλση* 2. φρ. «κατ’ ἄμπαλον μισθοῡν», με δημοπρασία … Dictionary of Greek
ἀνάπαλος — ἄμπαλος fresh casting of lots. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναπάλλω — (Α ἀναπάλλω και ποιητ. ἀμπάλλω) 1. πάλλω, σείω προς τα επάνω 2. μέσ. ανακινώ, αναταράσσω 3. παθ. σείομαι προς τα επάνω, ανατινάσσομαι, αναπηδώ 1. (το αρσ. τής μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ ἀναπάλλων (ενν. σεισμός) ο σεισμός που σείει τη γη προς τα επάνω … Dictionary of Greek